- μελάτος
- [мэлатос] εκ. яйцо всмятку.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μελάτος — η, ο [μέλι] 1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι») 3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι 4. φρ. «αβγό μελάτο» αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι… … Dictionary of Greek
μελάτος — η, ο 1. πυκνόρρευστος σαν το μέλι: Μου αρέσουν τα μελάτα αβγά (αβγά που δεν έβρασαν αρκετά ώστε να πήξει ο κρόκος τους). 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι: Τηγανίτες μελάτες. 3. (συνεκδοχ.), γλυκός σαν το μέλι: Φρούτα μελάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγχυλος — ἔγχυλος, ον (Α) 1. χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί 3. (για αβγό βραστό) μελάτος … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μελιτώδης — ες (ΑM μελιτώδης, ῶδες) [μέλι] αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος μσν. παχύρρευστος σαν το μέλι αρχ. (το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες προσωνυμία τής Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές… … Dictionary of Greek
τρομητός — ή, όν, ΜΑ [τρομῶ] μσν. (για αβγό) παρασκευασμένος με ανατάραξη, χτυπητός αρχ. 1. αυτός που τρέμει 2. (για αβγό) μέτρια βρασμένος, μελάτος … Dictionary of Greek